Τα καίρια προβλήματα της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας παρουσίασε στη διάσκεψη του ΟΑΣΕ ο επικεφαλής του Γραφείου Εκπροσώπησης της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στους ευρωπαϊκούς διεθνείς θεσμούς, επίσκοπος Μπαρισέφκα Βίκτωρ, μεταδίδει το Ενημερωτικό-Μορφωτικό Τμήμα της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η διάσκεψη του ΟΑΣΕ «Democratic Law-Making: Ensuring Participation – Supplementary Human Dimension Meeting (SHDM) II 2021» διεξήχθη υπό τη μορφή τηλεδιασκέψεως στις 26-27 Απριλίου 2021.
Στην εκδήλωση έλαβαν μέρος εκπρόσωποι των κρατών-μελών του ΟΑΣΕ, η Διευθύντρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (Επιτροπή Βενετίας) Σιμόνα Γκρανάτα-Μενγκίνι, εκπρόσωποι διπλωματικών και επιστημονικών κύκλων καθώς και οργανισμών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η θεματολογία της διασκέψεως αφορούσε στη νομοθετική δραστηριότητα, ο επίσκοπος Βίκτωρ επέστησε την προσοχή των μετεχόντων στο γεγονός ότι έχει υιοθετηθεί από την Ουκρανία ο υπ᾽ αριθμ. 2662-VIII νόμος από 20ής Δεκεμβρίου 2018, ο οποίος εκ των πραγμάτων απαιτεί από τις θρησκευτικές οργανώσεις της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας να αλλάξουν τις ιστορικές τους ονομασίες, πράγμα, που δεν συνάδει με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και την ευρωπαϊκή πρακτική. Ο εν λόγω νόμος αποτελεί έκφραση των χειρότερων παραδόσεων του κοινοβουλευτισμού, διότι υιοθετήθηκε άνευ διαβουλεύσεων με την κοινότητα των θρησκευομένων και αποβλέπει στην επιβολή διακρίσεων και στον περιορισμό των δικαιωμάτων της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και των πολυαρίθμων πιστών της. Κανείς δεν μπορεί εξαναγκαστικά να στερήσει την κανονική και ιστορική ονομασία από τις θρησκευτικές κοινότητες. Η υποχρέωση αλλαγής του υφιστάμενου καθεστώτος τους, συμπεριλαμβανομένης και της ονομασίας, έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές ακόμη και του αστικού δικαίου, το οποίο θεσπίζει ότι ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, καθώς επίσης και με τις διατάξεις του Συντάγματος της Ουκρανίας, το οποίο απαγορεύει τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ένα άλλο πρόβλημα, το οποίο υπέδειξε ο επίσκοπος Βίκτωρ είναι ότι από τη στιγμή της υιοθετήσεως του προαναφερθέντος νόμου οι θρησκευτικές οργανώσεις της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας έχασαν τη δυνατότητα να αποκτούν και να εφαρμόζουν τα δικαιώματα, που τους ανήκουν, καθώς ο νόμος θεσπίζει ότι τα καταστατικά των νομικών προσώπων, τα οποία δεν άλλαξαν την ονομασία τους, έπαυσαν να ισχύουν. Εκ των πραγμάτων περισσότερες από δώδεκα χιλιάδες θρησκευτικές κοινότητες της μεγαλύτερης στην επικράτεια ομολογίας εξαιρέθηκαν από το νομικό πεδίο του κράτους και στερήθηκαν της νομικής προσωπικότητάς τους.
Ο Θεοφιλέστατος ακόμη επεσήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (Επιτροπή Βενετίας) κατά τη σχετική εμπειρογνωμοσύνη έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το ζήτημα της αντιστοιχίας των νομοθετικών αυτών πράξεων προς το διεθνές δίκαιο και τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Δυστυχώς, η ισχύουσα νομοθεσία της Ουκρανίας δεν παρέχει τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής κατά των κοινοβουλευτικών πράξεων, ενώ η έκκληση των βουλευτών του λαού της Ουκρανίας για την αναγνώριση ως αντισυνταγματικού του νόμου «Περί μετονομασίας» δεν εξετάσθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ουκρανίας.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, ο επίσκοπος Βίκτωρ κάλεσε τη διεθνή κοινότητα, που υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, να εξετάσει τη δυνατότητα να βρεθούν και να ενεργοποιηθούν νομικές διαδικασίες για την αξιολόγηση του εν λόγω νόμου «Περί μετονομασίας» και για την προστασία των δικαιωμάτων των πιστών της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στους διεθνείς δικαστικούς θεσμούς.