Στις 16 Μαρτίου 2022 παρουσιάστηκε στο Ορθόδοξο Πανεπιστήμιο της Μόσχας «Ο Άγιος Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος» μια ακόμη από τις επιστημονικές διαλέξεις του κύκλου «Κραπίβενσκι 4». Την ομιλία με θέμα «Το Φανάρι εναντίον της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στα τέλη του 18ου αι.» έκανε ο πρόεδρος της Συνοδικής Ιστορικής Επιτροπής της Εξαρχίας της Λευκορωσίας και επικεφαλής της έδρας Εκκλησιαστικής Ιστορίας και των μαθημάτων εκκλησιαστικού-πρακτικού κλάδου της Ιερατικής Σχολής Μινσκ, ο Δρ. Θεολογίας πρωθιερέας Αλέξανδρος Ρομαντσούκ.
Στο προοίμιο της ομιλίας του ο εισηγητής επεσήμανε ότι το θέμα των σχέσεων μεταξύ της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δεν παύει να παραμένει επίκαιρο. «Με υπόβαθρο την ένταση, η οποία προέκυψε το τελευταίο διάστημα στην Οικουμενική Ορθοδοξία εξαιτίας της νομιμοποίησης των Ουκρανών σχισματικών και της δημιουργίας της λεγόμενης “Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας” από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο, μπορεί να συναντήσουμε την άποψη ότι η εκκλησιολογία, βάσει της οποίας το Φανάρι δήθεν έχει το δικαίωμα παρεμβάσεων στα εσωτερικά τών κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, διαμορφώθηκε μόνον κατά τον 20ό αι. Και όμως, η εκκλησιολογία του Φαναρίου κάθε άλλο παρά διαμορφώθηκε τον 20ό αι. Είναι κάλλιστα γνωστές οι αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί ιδιαιτέρων εξουσιαστικών αρμοδιοτήτων ανά την Οικουμενική Ορθοδοξία, που σχετίζονται με την εκκλησιαστική-κρατική συμβίωση, η οποία διαμορφώθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά το 1453, καθώς και με την αντίληψη της ιεραρχίας της Κωνσταντινουπόλεως ότι συνεχίζεται η εξουσία της σε όλα τα εδάφη, που υπάγονταν παλαιότερα στη σύνθεση της Αυτοκρατορίας των Ρωμιών. Έχοντας την υποστήριξη της τουρκικής κυβέρνησης, το Φανάρι επί μερικούς αιώνες παρενέβαινε στις υποθέσεις κατά τόπους Εκκλησιών, που βρέθηκαν εντός των ορίων της Υψηλής Πύλης, καθυποτάσσοντας αυτές συστηματικά στην εξουσία του. Την ίδια στιγμή ήδη κατά τα τέλη του 18ου αι. προσπάθησε να παρέμβει στις υποθέσεις της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία δεν υπαγόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», θεωρεί ο εκκλησιαστικός ιστορικός.
Ο πρωθιερέας Αλέξανδρος Ρομαντσούκ υπενθύμισε ότι τον Νοέμβριο του 1790 οι Αρχές της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας κυκλοφόρησαν ευρέως μεταξύ του πληθυσμού των λευκορωσικών και ουκρανικών εδαφών ένα φυλλάδιο, που περιελάμβανε ποιμαντικό μήνυμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεοφύτου Ζ΄. «Για τους σύγχρονους ήταν απροσδόκητο και εκπληκτικό. Πρώτον, η πολωνική ρωμαιοκαθολική κυβέρνηση ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για τη βελτίωση της θέσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι επεδίωκε να την εξαφανίσει, δεύτερον, οι ορθόδοξοι στο πολωνικό κράτος μετά το 1686 υπάγονταν κανονικώς στην Αγιωτάτη Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας, με αποτέλεσμα το μη εξουσιοδοτημένο μήνυμα του Προκαθημένου μιας τοπικής Εκκλησίας στο ποίμνιο μιας άλλης δεν ήταν δυνατό να ερμηνευθεί παρά ως ωμή αθέτηση της κανονικής τάξεως, η οποία συνεπαγόταν την περιπλοκή των διεκκλησιαστικών αμοιβαίων σχέσεων. Ταυτοχρόνως το κείμενο του μηνύματος του Πατριάρχη Νεοφύτου Ζ΄ ουδέποτε δεν μεταφράσθηκε πλήρως στη ρωσική γλώσσα, γεγονός που θα ήταν λυσιτελές να γίνει υπό το πρίσμα των σύγχρονων διεκκλησιαστικών σχέσεων, διότι το μήνυμα ρίχνει φως σε πολλές διαδικασίες», εκτιμά ο ομιλητής.
Ο ιστορικός υπενθύμισε επίσης ότι το μήνυμα του Πατριάρχη Νεοφύτου Ζ΄ γράφηκε ως απάντηση στο αίτημα των πολωνικών κυβερνητικών κύκλων να εντάξουν τον ορθόδοξο πληθυσμό της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας στη σύνθεση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. «Τούτο θα έπρεπε να παύσει την εκκλησιαστική-νομική εξάρτηση των Πολωνών ορθοδόξων από τη Αγιωτάτη Σύνοδο της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και να επαναφέρει την κανονική διαίρεση της Ρωσικής Εκκλησίας, που υφίστατο την περίοδο από το 1459 έως το 1686. Συνεπεία τούτων θα διεκόπτετο ο εκκλησιαστικός δίαυλος επιρροής της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στην πολιτική κατάσταση στην Πολωνία, η οποία εκείνα τα χρόνια ευρισκόταν στα πρόθυρα του αφανισμού. Η έρευνα του μηνύματος του Πατριάρχη Νεοφύτου Ζ΄ επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι το κείμενο του μηνύματος συντάχθηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική γλώσσα, ενώ οι Πολωνοί διπλωμάτες πρότειναν το σχέδιο της μεταφράσεώς του στα πολωνικά. Άγνωστο είναι εάν διορθώθηκε προτού τυπωθεί, καθότι μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει δυνατό να εντοπιστούν τα πρωτότυπα των φυλλαδίων, που διανεμήθηκαν το 1790, ενώ δεν υπάρχει και το ελληνικό κείμενο του μηνύματος. Όμως μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι σκέψεις, που είναι διατυπωμένες σ’ αυτό, ανταποκρίνονται στην επίσημη θέση του Φαναρίου», επεσήμανε ο πατήρ Αλέξανδρος.
Καταφεύγοντας στην ανάλυση τού εν λόγω μηνύματος ο πρωθιερέας Αλέξανδρος Ρομαντσούκ υπογράμμισε ότι «ο Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ΄ τεκμηριώνει το νόμιμο της εκκλήσεώς του στο ποίμνιο μιας άλλης δικαιοδοσίας με το ότι “η εξουσία στην Οικουμενική Εκκλησία δικαιώματι της Συνόδου χορηγήθηκε Ημίν”. Αναμφισβήτητα εδώ υπονοείται ο υπογράφων του μηνύματος, ο ίδιος ο Πατριάρχης, οι προκάτοχοι και οι διάδοχοί του. Παραλλήλως, εναντίον όποιου θα αποτολμούσε να αμφισβητήσει την εξουσία του επί της Οικουμενικής Εκκλησίας, ο Πατριάρχης Νεόφυτος απευθύνει ευθείς απειλές. Ως αιτία της ανησυχίας του για την τύχη των Ορθοδόξων της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας ο Πατριάρχης Νεόφυτος επικαλείται το γεγονός ότι οι πνευματικές Αρχές τους, η Ρωσική Εκκλησία, δήθεν τους εξαναγκάζει να ορκισθούν σε ένα ξένο κράτος, καταδικάζοντάς τους κατ’ αυτόν τον τρόπο σε διωγμούς από την πλευρά της νόμιμης κυβέρνησης», ανέφερε ο ομιλητής.
Την ίδια στιγμή ο πρωθιερέας Αλέξανδρος Ρομαντσούκ επεσήμανε ότι «η Αγιωτάτη Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας δεν αναφέρεται στο μήνυμα, αλλά επιπλήττεται εμμέσως για την εφαρμογή απαδουσών προς τις ευαγγελικές εντολές αρχών διοικήσεως σ’ εκείνο το τμήμα της Ρωσικής Εκκλησίας, που ευρισκόταν εντός των ορίων της Πολωνίας. Ο Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ΄ γενικότερα κατηγορεί την Αγιωτάτη Σύνοδο ότι φροντίζει λιγότερο για την πνευματική κατάσταση του ποιμνίου και περισσότερο για την προώθηση της πολιτικής της Ρωσίας, ότι εξαναγκάζει τον ορθόδοξο ευαγή κλήρο να επιδείξει ανυπακοή στις Αρχές. Ενδιαφέρουσα είναι και η προσέγγιση του Πατριάρχη ως προς τους τρόπους διορθώσεως αυτής της καταστάσεως: καλεί (το ποίμνιο – σ.τ.μ.) να είναι αφοσιωμένο στην ρωμαιοκαθολική Πολωνία και να μην τείνει προς την αλλοδαπή Ρωσία, χαρακτηρίζοντας αυτή ξένη για αυτούς. Το να ακολουθήσει κανείς αυτή τη συμβουλή σε μια χώρα, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της προσπαθούσε να εξαφανίσει την Ορθοδοξία, αδιαμφισβήτητα θα οδηγούσε στην επικράτηση της εκκλησιαστικής ουνίας του Μπρεστ», θεωρεί ο ιστορικός.
«Από το μήνυμα προς τον ορθόδοξο πληθυσμό της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας συμπεραίνεται ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος Ζ΄ το 1790 θεωρούσε δικαίωμά του κατά το δοκούν να επεμβαίνει στις υποθέσεις κατά τόπους Εκκλησιών και να θέτει υπό το ωμοφόριό του οποιοδήποτε τμήμα τους σε περίπτωση εάν, κατά τη γνώμη του, η ηγεσία της μιας ή της άλλης τοπικής Εκκλησίας πολιτεύεται εσφαλμένως. Στο μήνυμά του δεν νουθετεί τόσο τους Πολωνούς ομοδόξους του, όσο εμφανίζεται στον ρόλο του πνευματικού Προκαθημένου, στον οποίο ανήκει η κρίση και το δικαίωμα να ενεργεί χωρίς να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών. Σε τυχόν απειθαρχία απειλεί με πνευματικές ποινές. Χωρίς να κατονομάζει απευθείας την Αγιωτάτη Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως την επιπλήττει ότι υπηρετεί τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Μάλιστα, έχει ως αφετηρία ότι τόσο στην Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία, όσο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Εκκλησία μπορεί να υπάρχει και να κινείται ελεύθερα», υπογράμμισε ο ομιλητής.
Ο εκκλησιαστικός ιστορικός θεωρεί ότι το μήνυμα του Πατριάρχη Νεοφύτου Ζ΄ ανταποκρίνεται πλήρως στη σύγχρονη εκκλησιαστική πολιτική του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. «Αυτό το μήνυμα αποτελεί λαμπρή εικονογράφηση των συμπερασμάτων του πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν, ο οποίος έδειξε ότι οι ιδιαιτερότητες της θέσεως του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ελληνικού εθνικισμού και την αντίληψη για την καθολική εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη. Στα τέλη του 18ου αι. και οι δύο τάσεις είχαν ήδη διαμορφωθεί πλήρως. Στο μήνυμά του ο Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ΄ επιπλήττει τη Ρωσική Εκκλησία ότι δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την άνευ συγκρούσεων διαβίωση του ορθόδοξου πληθυσμού σε αυτή τη ρωμαιοκαθολική χώρα και υπαινίσσεται έμμεσα ότι η επαναφορά του πολωνικού ορθοδόξου ποιμνίου υπό το ωμοφόριό του θα διόρθωνε την κατάσταση. Προφανώς, μπορούμε να μιλήσουμε για απόπειρα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεοφύτου Ζ΄ να εκμεταλλευθεί την πολωνική πολιτική για χάρη μιας ελληνικής ρεβάνς στα δυτικά ρωσικά εδάφη. Χρονολογικά ήταν το πρώτο περιστατικό εκδηλώσεως εχθρότητας του Φαναρίου έναντι της Ρωσίας και της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», κατέληξε ο πρωθιερέας Αλέξανδρος Ρομαντσούκ.